- παρηγορούμαι
- παρηγορούμαι, παρηγορήθηκα, παρηγορημένος βλ. πίν. 74
και πρβλ. παρηγοριέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρηγοροῦμαι — παρηγορέω address pres ind mp 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορώ — παρηγόρησα 1. δίνω σε κάποιον παρηγοριά, καθησυχάζω κάποιον, ανακουφίζω με τα λόγια μου: Με τι λόγια να τον παρηγορήσεις σ αυτή τη συμφορά του; 2. μέσ., παρηγορούμαι παρηγορήθηκα, παρηγορημένος, ανακουφίζομαι, συνέρχομαι: Όταν βλέπω άλλους σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγορούμαι — έομαι, Α (δωρ. τ.) βλ. παρηγορούμαι … Dictionary of Greek
περιπαρηγορούμαι — έομαι, Μ παρηγορούμαι εντελώς … Dictionary of Greek